- ἐπαγαγόμενος
- ἐπάγωbring onaor part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοσμοποιία — κοσμοποιΐα, ἡ (ΑM) [κοσμοποιός] η δημιουργία τού κόσμου («Ἀναξαγόρας... νοῡν καὶ θεὸν πρῶτος ἐπαγαγόμενος τῇ κοσμοποιΐα», Θεμίστ.) αρχ. 1. κόσμηση, στολισμός 2. τίτλος συγγράμματος τού Εμπεδοκλέους … Dictionary of Greek